Λαύριον

From LSJ
Revision as of 10:02, 12 February 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

το (Α λαύρειον και λαύρεον και λαύριον)
ως κύριο όν. το Λαύριο (Λαύριον) ή αρχ. Λαύρειον ή Λαύρεον
παράλια πόλη στη νοτιοανατολική Αττική, περίφημη για τα μεταλλεύματα της περιοχής της
νεοελλ.
μτφ. πολύ προσοδοφόρα επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαύρα, λόγω των ορυχείων της περιοχής].