Λαύριον

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

το (Α λαύρειον και λαύρεον και λαύριον)
ως κύριο όν. το Λαύριο (Λαύριον) ή αρχ. Λαύρειον ή Λαύρεον
παράλια πόλη στη νοτιοανατολική Αττική, περίφημη για τα μεταλλεύματα της περιοχής της
νεοελλ.
μτφ. πολύ προσοδοφόρα επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαύρα, λόγω των ορυχείων της περιοχής].