ἱκανόπλοιος
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Greek Monolingual
ἱκανόπλοος, -ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος)
ικανός να πλέει, έμπειρος θαλασσινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -πλοος (ασυναίρ. του -πλους) ή -πλοιος (< πλους), πρβλ. ειθύπλοος, θαλασσόπλοος)].