ετεροκλινής
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, -ές)
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές
μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών
αρχ.
κατηφορικός («ἑτεροκλινὲς χωρίον», κατηφορικό μέρος, Ξεν.).
επίρρ...
ετεροκλινώς (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)
με κλίση προς το ένα μόνο μέρος, προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ακλινής].