ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
εὔπρακτος και ιων. τ. εὔπρηκτος, -ον (Α)
1. αυτός που πράττεται εύκολα
2. ευπραγής, ευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρακτος (< πράσσω), πρβλ. άπρακτος].