Revision as of 08:20, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
-η, -ο, Ν 1. αυτός που έχει ήδη φύγει, που έχει αναχωρήσει ή που απουσιάζει 2.φρ. «είναιφευγάτος» (με ειρωνική σημ.) ζει εκτός πραγματικότητας, ζει στον κόσμο του. [ΕΤΥΜΟΛ.<φεύγω+ κατάλ. -άτος (πρβλ.γεμάτος, χορτάτος)].