ορυκτήριος

From LSJ
Revision as of 08:46, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)
1. κατάλληλος για όρυξη, για εκσκαφή του εδάφους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρυκτήριον
σκαπτικό εργαλείο, ο όρυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήριος (πρβλ. διδακτήριος)].