υιωνός
From LSJ
τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain
Greek Monolingual
και ὑωνός και υἱωνεύς, -έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ
ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα -ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰωνός, χελώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ. αγγλ. grand-son «εγγονός»). Ο τ. υἱώνεῖς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι αναλογικός με τον πληθ. υἱεῖς].