οκταστάδιος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
ὀκταστάδιος και ὀκτωστάδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ στάδια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταστάδιον
μήκος οκτώ σταδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + στάδιον (πρβλ. εξαστάδιος)].