Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
-ή, -ό, θηλ και -ιά
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νυφική πομπή
2. (για ενέργεια) άτονος, όχι σθεναρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. νυφάδες + κατάλ. -ιακος (πρβλ. ζοχαδιακός)].