νυφαδιακός

From LSJ
Revision as of 14:58, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ και -ιά
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νυφική πομπή
2. (για ενέργεια) άτονος, όχι σθεναρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. νυφάδες + κατάλ. -ιακος (πρβλ. ζοχαδιακός)].