ζοχαδιακός
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
-ή, -ό ζοχάδα
1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός
2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος.
-ή, -ό ζοχάδα
1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός
2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος.