ζοχαδιακός
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
-ή, -ό ζοχάδα
1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός
2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος.