πατριδοκάπηλος

From LSJ
Revision as of 15:04, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

ο
αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την ιδέα της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιοκάπηλος). Η λ. στον πληθ. πατριδοκάπηλοι μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].