σκαφετός

Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ὁ, hoeing, Gloss.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, = σκάπετος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφετός: ὁ, σκάπετος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η σκαφή, το σκάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα -ετός (πρβλ. παγετός)].