τελεσσίνους
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. τελεσσίνοος, -οον, και τελεσίνους Α
τελεσσίφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + νόος / νοῦς (πρβλ. κρυψίνους), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].