τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται τα σκύτη, τα δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -εργός (< ἔργον), πρβλ. δολοεργός, ξυλοεργός].