οξύρρινος

From LSJ
Revision as of 10:25, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)
αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή μύτη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρινος
ζωολ. γένος σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. πλατύρρινος].