Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
ξενουργῶ, -έω (Μ)κάνω ασυνήθιστα έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ουργῶ (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχουργώ].