ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ξενουργῶ, -έω (Μ)κάνω ασυνήθιστα έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ουργῶ (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχουργώ].