Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
ξενουργῶ, -έω (Μ)κάνω ασυνήθιστα έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ουργῶ (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχουργώ].