σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
ξενοκομεῖον, τὸ (Μ)κτήριο για περίθαλψη ξένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κομεῖον (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηροκομείον].