ορτυγοθήρας
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
ο (Α ορτυγοθήρας)
κυνηγός ορτυκιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας].