ξενοκρίτης
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
Greek (Liddell-Scott)
ξενοκρίτης: -ου, ὁ κριτὴς τῶν ξένων, Εὐστ. 897, 41, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 429.
Greek Monolingual
ξενοκρίτης, ὁ (Α)
1. συν. στον πληθ. οἱ ξενοκρίται
οι ξενοδίκαι
2. τίτλος αξιωματούχου στη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κρίτης (< κρίνω), πρβλ. λαοκρίτης].