θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
πάνωψ: -ωπος, ὁ, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, πανόπτης, ὄνομα τοῦ Ἄργου ἐπὶ ἀγγείων, Bröndsted σ. 6.
-ωπος, ὁ Ααυτός που βλέπει τα πάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ωψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. εύωψ].