οξυτελής

From LSJ
Revision as of 10:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὀξυτελής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξυτελής
εντομολ. γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
αυτός που λήγει σε οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημιτελής].