αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon
ὀρειτρεφής, -ές (Α)αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῑο», Τρυφιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλιτρεφής].