πολύδειρος
English (LSJ)
ον, = πολυδειράς (many-necked, with many ridges)², Nonn. D. 25.199.
German (Pape)
[Seite 661] = Vorigem, Nonn. D. 25, 199.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολυδειράς (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. ποικιλόδειρος].