πολυκλόνητος

From LSJ
Revision as of 11:18, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

German (Pape)

[Seite 664] viel bewegt, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλόνητος: -ον, ὁ πολὺ κλονούμενος, πολὺ ἢ πάντοτε κινούμενος, Συνέσ. 98Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κλονίζεται πολύ
2. αυτός που κινείται πολύ ή πάντοτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλόνητος (< κλονίζω), πρβλ. ακλόνητος].