ρυμοτομώ

From LSJ
Revision as of 11:38, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

ῥυμοτομῶ, -έω, ΝΜΑ
τέμνω πόλη σε ρύμες, χαράζω, διανοίγω δρόμους, σχηματίζω πλατείες, πάρκα και οικοδομικά τετράγωνα σε μια πόλη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ῥυμοτομεῖται
εἰς ὀρθὸν κόπτεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. αὐλακοτομῶ].