ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
ο, Ναυτός που κατασκευάζει σύρματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρουργός].