τεφροδόχη
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
η, Ν
τεφροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη].
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
η, Ν
τεφροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη].