τεφροδόχη

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τεφροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη].