νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τους ανυψώνει το ηθικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλήνωρ].