οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
-ές, Απαγωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφοπαγής].