υψηλοκάρδιος
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
-ον, Α
υπεροπτικός, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μεγαλοκάρδιος].