φαρμακοτέχνης

From LSJ
Revision as of 12:05, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που είναι ειδικευμένος και ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. λογοτέχνης].