φαρμακοτέχνης
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που είναι ειδικευμένος και ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. λογοτέχνης].