οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
ἀσκοφόρος, -ον (Α)αυτός που κρατά ασκί με κρασί σε γιορτή του Βάκχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -φόρος < φέρω].