λογολέσχης

Revision as of 08:14, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ου, ὁ, prater, AP11.140 (Lucill.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bavard.
Étymologie: λόγος, λέσχη.

German (Pape)

ὁ, der Schwätzer über Worte und Reden, von den Grammatikern, Lucill. 28 (XI.140).

Russian (Dvoretsky)

λογολέσχης: ου ὁ пустомеля, болтун Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λογολέσχης: -ου, ὁ, ἀδολέσχης, φλύαρος, Ἀνθ. Π. 11. 140.

Greek Monolingual

λογολέσχης, ὁ (ΑM)
φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. κυσολέσχης, μυθολέσχης.

Greek Monotonic

λογολέσχης: -ου, ὁ (λέσχη), φλύαρος, αδολέσχης, σε Ανθ.

Middle Liddell

λογο-λέσχης, ου, ὁ, λέσχη
a prater, Anth.