πριονιστήριο

From LSJ
Revision as of 16:03, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μηχανή ή εργοστάσιο εγκατεστημένων μηχανοκίνητων πριονιών όπου οι κορμοί δένδρων διαμορφώνονται σε καδρόνια ή σανιδοποιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριονίζω + κατάλ. -τήριο (πρβλ. σπουδαστήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πριονιστήριον, μαρτυρείται από το 18β2 στον Σκαρλ. Δ. Βυζάντιο].