πριονιστήριο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
μηχανή ή εργοστάσιο εγκατεστημένων μηχανοκίνητων πριονιών όπου οι κορμοί δένδρων διαμορφώνονται σε καδρόνια ή σανιδοποιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριονίζω + κατάλ. -τήριο (πρβλ. σπουδαστήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πριονιστήριον, μαρτυρείται από το 18β2 στον Σκαρλ. Δ. Βυζάντιο].