προσευχητάρι
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek Monolingual
το, Ν
βιβλίο με προσευχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσευχή, μέσω αμάρτυρου ρηματ. επιθ. προσευχητός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. προσκυνητάριον). Η λ., στον λόγιο τ. προσευχητάριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].