ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-η, -ο, Ν(δεικτ. αντων.) τόσος δα, τόσο μικρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος)].