υψίκλωνος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
-η, -ο / ὑψίκλωνος, -ον, ΝΜ
(για δέντρο) αυτός που έχει ψηλούς κλώνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κλῶνος (πρβλ. πολύκλωνος)].