χάρτινος

From LSJ
Revision as of 16:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / χάρτινος, -ον, Ν ΜΑ, θηλ. και -ίνη Α
κατασκευασμένος από χαρτί
νεοελλ.
1. μτφ. μικρής αντοχής, ευτελής («χάρτινη κατασκευή»)
2. φρ. «χάρτινοι πύργοι»
μτφ. i) κατασκευάσματα που καταρρέουν αμέσως
ii) απραγματοποίητα όνειρα, απραγματοποίητα σχέδια, φαντασιοπληξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].