χάρτινος
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
Greek Monolingual
-η, -ο / χάρτινος, -ον, Ν ΜΑ, θηλ. και -ίνη Α
κατασκευασμένος από χαρτί
νεοελλ.
1. μτφ. μικρής αντοχής, ευτελής («χάρτινη κατασκευή»)
2. φρ. «χάρτινοι πύργοι»
μτφ. i) κατασκευάσματα που καταρρέουν αμέσως
ii) απραγματοποίητα όνειρα, απραγματοποίητα σχέδια, φαντασιοπληξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].