Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
η, Ν
1. το να χαλά, να καταστρέφεται κάτι, χαλασμός
2. το χάλασμα, κατεστραμμένο, ερειπωμένο ή ετοιμόρροπο τμήμα οικοδομής ή κτίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. του χαλώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησιά)].