μεσόβαθρο

From LSJ
Revision as of 06:55, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325

Greek Monolingual

το
το διάμεσο σημείο στήριξης μιας γέφυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + βάθρο (πρβλ. υπόβαθρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].