χλανίσκιον

Revision as of 07:21, 27 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, Dim. of χλανίς, Ar. Ach. 519, Aeschin. 1.131; ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr. 1.38.

German (Pape)

[Seite 1358] τό, dim. von χλανίσκος; Ar. Ach. 493; Aesch. 1, 131; Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de χλανίς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. τ. του χλανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία].

Greek Monotonic

χλᾰνίσκιον: τό, υποκορ. του χλανίς, μικρό ένδυμα, σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, χλανισκίδιον, τό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χλᾰνίσκιον: τό Arph., Aeschin. demin. к χλανίς.

Middle Liddell

χλᾰνίσκιον, ου, τό, [Dim. of χλανίς
a cloaklet, Ar., Aeschin.: so χλανισκίδιον, ου, τό, Ar.