κερχνίον
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Full diacritics: κερχνίον | Medium diacritics: κερχνίον | Low diacritics: κερχνίον | Capitals: ΚΕΡΧΝΙΟΝ |
Transliteration A: kerchníon | Transliteration B: kerchnion | Transliteration C: kerchnion | Beta Code: kerxni/on |
τό, Dim. of κέρχνος (B) III, IG22.1533.19, 23.
κερχνίον, τὸ (Α)
επιγρ. (υποκορ. του κέρχνος (III) μικρό κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρχνος (III) + υποκορ. κατάλ. -ίον].