σεισόλοφος

Revision as of 09:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σεισόλοφον, shaking the crest, Hsch. s.v. τινακτοπήληξ.

German (Pape)

[Seite 869] Erkl. von τινακτοπήληξ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σεισόλοφος: -ον, ὁ σείων τόν λόφον, Ἡσύχ. ἐν λ. τινακτοπήληξ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σείει το λοφίο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + -λοφος (< λόφος), πρβλ. γεώλοφος].