χρυσανθεμίς
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = χρυσάνθεμον (garden ranunculus, Ranunculus asiaticus) 4, Ps.-Dsc. 4.58.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
χρυσάνθεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του χρυσάνθεμον σχηματισμένος, κατά τα θηλ. με επίθημα -ίς, -ίδος].