αὐτοσχεδές
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
τό, a kind of woman's shoe, Hsch.; cf. αὐτοσχιδής.
Spanish (DGE)
-οῦς, τό
un tipo de calzado femenino sencillo, Hermipp.17, quizá por αὐτοσχιδές o αὐτοσχεδίς.