ἡμίπτωτος
English (LSJ)
ἡμίπτωτον, (πίπτω) half-fallen, Suid. s.v. ἐρείπιον.
German (Pape)
[Seite 1169] halb eingestürzt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπτωτος: -ον, (πίπτω) κατὰ τὸ ἥμισυ πεσών, Ἡσύχ, ἐν λ. ἐρείπιον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίπτωτος, -ον)
μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκπτωτος, ομοιόπτωτος].