μεσολάνιον
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
(fort. μεσόδμιον): μεσοδόμιον, Hsch.
Greek Monolingual
μεσολάνιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεσοδόμιον».